„φυσητήρας“: αρσενικό φυσητήρας [fisiˈtiras]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Blasebalg, Gebläse Blasebalgαρσενικό | Maskulinum, männlich m φυσητήρας φυσητήρας Gebläseουδέτερο | Neutrum, sächlich n φυσητήρας τεχνική | Technikτεχν φυσητήρας τεχνική | Technikτεχν