„φάλαινα“: θηλυκό φάλαινα [ˈfalena]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Wal Wal(fisch)αρσενικό | Maskulinum, männlich m φάλαινα φάλαινα examples φάλαινα φυσητήρας Pottwalαρσενικό | Maskulinum, männlich m φάλαινα φυσητήρας