φυγόκεντρος
[fiˈɣokjendros], φυγόκεντρη, φυγόκεντροεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
examples
- φυγόκεντρος δύναμηθηλυκό | Femininum, weiblich fFliehkraftθηλυκό | Femininum, weiblich fZentrifugalkraftθηλυκό | Femininum, weiblich f