„φρούριο“: ουδέτερο φρούριο [ˈfrurio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Festung, Burg Festungθηλυκό | Femininum, weiblich f φρούριο Burgθηλυκό | Femininum, weiblich f φρούριο φρούριο