„Festung“: Femininum, weiblich FestungFemininum, weiblich | θηλυκό f <-; -en> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) κάστρο, φρούριο, οχυρό κάστροNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Festung φρούριοNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Festung οχυρόNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Festung Festung