φορητός
[foriˈtos], φορητή, φορητόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- tragbarφορητόςφορητός
examples
- φορητή βιντεοκάμεραθηλυκό | Femininum, weiblich fCamcorderαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- φορητή σκάλαθηλυκό | Femininum, weiblich fTrittleiterθηλυκό | Femininum, weiblich f
-
hide examplesshow examples