„tragbar“: Adjektiv tragbarAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) φορητός, υποφερτός, ανεκτός φορητός tragbar leicht zu tragen tragbar leicht zu tragen υποφερτός, ανεκτός tragbar tolerierbar tragbar tolerierbar