„φονικός“ φονικός [foniˈkos], φονική, φονικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) mörderisch, Mord- mörderisch, Mord- φονικός φονικός examples φονική ένεσηθηλυκό | Femininum, weiblich f Todesspritzeθηλυκό | Femininum, weiblich f φονική ένεσηθηλυκό | Femininum, weiblich f φονικό όπλοουδέτερο | Neutrum, sächlich n Mordwaffeθηλυκό | Femininum, weiblich f φονικό όπλοουδέτερο | Neutrum, sächlich n