φοβάμαι
[foˈvame]αποθετικό ρήμα | Deponens depμεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <φοβήθηκα; φοβισμένος>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
φοβάμαι
[foˈvame]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <φοβήθηκα; φοβισμένος>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)