„φιμώνω“: μεταβατικό ρήμα φιμώνω [fiˈmono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) knebeln, einen Maulkorb anlegen, mundtot machen knebeln φιμώνω φιμώνω einen Maulkorb anlegen+δοτική | +Dativ +dat φιμώνω σκύλο φιμώνω σκύλο mundtot machen φιμώνω μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ φιμώνω μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ