„φαρδύς“ φαρδύς [farˈðis], φαρδιά, φαρδύεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) breit, weit breit, weit φαρδύς φαρδύς examples φαρδύς στο μανίκι weitärmelig φαρδύς στο μανίκι