„υπόκρουση“: θηλυκό υπόκρουση [iˈpokrusi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Begleitung Begleitungθηλυκό | Femininum, weiblich f υπόκρουση μουσ υπόκρουση μουσ