Greek-German translation for "μουσική"

"μουσική" German translation

μουσική
[musiˈkji]θηλυκό | Femininum, weiblich f

Overview of all translations

(For more details, click/tap on the translation)

  • Musikθηλυκό | Femininum, weiblich f
    μουσική
    μουσική
examples
  • παίζω μουσική
    παίζω μουσική
  • μουσική ντίσκο
    Discomusikθηλυκό | Femininum, weiblich f
    μουσική ντίσκο
  • μουσική ορχήστρας πνευστών
    Blasmusikθηλυκό | Femininum, weiblich f
    μουσική ορχήστρας πνευστών
  • hide examplesshow examples
μουσική υπόκρουσηθηλυκό | Femininum, weiblich f
(musikalische) Begleitungθηλυκό | Femininum, weiblich f
μουσική υπόκρουσηθηλυκό | Femininum, weiblich f
μουσική ακαδημίαθηλυκό | Femininum, weiblich f
Musikhochschuleθηλυκό | Femininum, weiblich f
μουσική ακαδημίαθηλυκό | Femininum, weiblich f
μουσική εκπομπήθηλυκό | Femininum, weiblich f
Musiksendungθηλυκό | Femininum, weiblich f
μουσική εκπομπήθηλυκό | Femininum, weiblich f
μουσική τζαζθηλυκό | Femininum, weiblich f
Jazzmusikθηλυκό | Femininum, weiblich f
μουσική τζαζθηλυκό | Femininum, weiblich f
μουσική σύνθεσηθηλυκό | Femininum, weiblich f
Kanonαρσενικό | Maskulinum, männlich m
μουσική σύνθεσηθηλυκό | Femininum, weiblich f
μουσική επένδυσηθηλυκό | Femininum, weiblich f ταινίας
Filmmusikθηλυκό | Femininum, weiblich f
μουσική επένδυσηθηλυκό | Femininum, weiblich f ταινίας
μουσική μπάνταθηλυκό | Femininum, weiblich f
Musikkapelleθηλυκό | Femininum, weiblich f
μουσική μπάνταθηλυκό | Femininum, weiblich f
ποπ μουσικήθηλυκό | Femininum, weiblich f
Schlagermusikθηλυκό | Femininum, weiblich f
ποπ μουσικήθηλυκό | Femininum, weiblich f
αυτή η μουσική δεν με τρελαίνει οικείο | umgangssprachlichοικ
diese Musik reißt mich nicht vom Hocker
αυτή η μουσική δεν με τρελαίνει οικείο | umgangssprachlichοικ
συνοδευτική μουσικήθηλυκό | Femininum, weiblich f
Begleitmusikθηλυκό | Femininum, weiblich f
συνοδευτική μουσικήθηλυκό | Femininum, weiblich f
ζωντανή μουσικήθηλυκό | Femininum, weiblich f
Livemusikθηλυκό | Femininum, weiblich f
ζωντανή μουσικήθηλυκό | Femininum, weiblich f
εκκλησιαστική μουσικήθηλυκό | Femininum, weiblich f
Kirchenmusikθηλυκό | Femininum, weiblich f
εκκλησιαστική μουσικήθηλυκό | Femininum, weiblich f
ψυχαγωγική μουσικήθηλυκό | Femininum, weiblich f
Unterhaltungsmusikθηλυκό | Femininum, weiblich f
ψυχαγωγική μουσικήθηλυκό | Femininum, weiblich f

Tell us what you think!

Do you like the Langenscheidt online dictionary?

Many thanks for your review!

Do you have any feedback regarding our online dictionaries?

Is a translation missing, have you noticed a mistake, or do you just want to leave some positive feedback? Please fill out the feedback form. Giving an email address is optional and, under our privacy policy, used only to handle your enquiry.

Please confirm you are human by ticking the checkbox.*

*Mandatory field

Please fill in the fields marked *.

Thank you for your feedback!

Visit us at: