υποστήριξη
[ipoˈstiriksi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Unterstützungθηλυκό | Femininum, weiblich fυποστήριξη βοήθεια σε κάποιονEngagementουδέτερο | Neutrum, sächlich nυποστήριξη βοήθεια σε κάποιονυποστήριξη βοήθεια σε κάποιον
- Rückhaltαρσενικό | Maskulinum, männlich mυποστήριξη βοήθεια από κάποιονυποστήριξη βοήθεια από κάποιον
- Förderungθηλυκό | Femininum, weiblich fυποστήριξη τεχνών, γραμμάτωνυποστήριξη τεχνών, γραμμάτων
- Supportαρσενικό | Maskulinum, männlich mυποστήριξη ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υυποστήριξη ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ
examples
- υποστήριξη πωλήσεωνAbsatzförderungθηλυκό | Femininum, weiblich f