Engagement
Neutrum, sächlich | ουδέτερο n <-s; -s>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- κινητοποίησηFemininum, weiblich | θηλυκό fEngagementδραστηριοποίησηFemininum, weiblich | θηλυκό fEngagementυποστήριξηFemininum, weiblich | θηλυκό fEngagementEngagement
- ενθουσιασμόςMaskulinum, männlich | αρσενικό mEngagement in übertragenem Sinn | μεταφορικάfigEngagement in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig
- συμβόλαιοNeutrum, sächlich | ουδέτερο nEngagement Theater | θέατροTHEATEngagement Theater | θέατροTHEAT