„υποθέτω“: μεταβατικό ρήμα υποθέτω [ipoˈθeto]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-θεσα; -τέθηκα> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) annehmen, vermuten annehmen, vermuten υποθέτω θεωρώ ως δεδομένο υποθέτω θεωρώ ως δεδομένο examples ας υποθέσουμε ότι … angenommen, dass … ας υποθέσουμε ότι …