„υποείδος“: ουδέτερο υποείδος [ipoˈiðos]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Unterart Unterartθηλυκό | Femininum, weiblich f υποείδος βιολογία | Biologieβιολ υποείδος βιολογία | Biologieβιολ