Unterart
Femininum, weiblich | θηλυκό fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- υποείδοςNeutrum, sächlich | ουδέτερο nUnterart besonders | ιδίως, ιδιαίτεραbesonders Biologie | βιολογίαBIOLUnterart besonders | ιδίως, ιδιαίτεραbesonders Biologie | βιολογίαBIOL