τυχαίος
[tiˈçeos], τυχαία, τυχαίοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
examples
- Zufallsbekanntschaftθηλυκό | Femininum, weiblich f
- Zufallstrefferαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- τυχαίο γκολουδέτερο | Neutrum, sächlich nZufallstorουδέτερο | Neutrum, sächlich n