τσάι
[ˈtsai]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n <γενική | Genitivgen; τσαγιού; πληθυντικός | Pluralpl; τσάγια>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Teeαρσενικό | Maskulinum, männlich mτσάιτσάι
examples
- τσάι του βουνούKräuterteeαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- τσάι μάραθουFenchelteeαρσενικό | Maskulinum, männlich m
-
hide examplesshow examples