„ρούμι“: ουδέτερο ρούμι [ˈrumi]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Rum Rumαρσενικό | Maskulinum, männlich m ρούμι ρούμι examples ρούμι με τσάι Grogαρσενικό | Maskulinum, männlich m ρούμι με τσάι