τρόπος
[ˈtropos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Artθηλυκό | Femininum, weiblich fτρόπος μέθοδοςτρόπος μέθοδος
- Verfahrenουδέτερο | Neutrum, sächlich nτρόπος διαδικασίατρόπος διαδικασία
- Benehmenουδέτερο | Neutrum, sächlich nτρόπος συμπεριφοράτρόπος συμπεριφορά
- Mittelουδέτερο | Neutrum, sächlich nτρόπος μέσο μεταφορικά | in übertragenem SinnμτφWegαρσενικό | Maskulinum, männlich mτρόπος μέσο μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφτρόπος μέσο μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
examples
- τρόποιUmgangsformenπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fplManierenπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fplBenehmenουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- με κάθε τρόποunter allen Umständen
- με κανέναν τρόποauf keinen Fall
hide examplesshow examples