„Dur“: Neutrum, sächlich DurNeutrum, sächlich | ουδέτερο n <-> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) μείζων τρόπος, ματζόρε μείζων τρόποςMaskulinum, männlich | αρσενικό m Dur Musik | μουσικήMUS ματζόρεNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Dur Musik | μουσικήMUS Dur Musik | μουσικήMUS