„τραυματισμένος“ τραυματισμένος [travmatizˈmenos], τραυματισμένη, τραυματισμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) verletzt, verwundet verletzt, verwundet τραυματισμένος ιατρική | Medizinιατρ τραυματισμένος ιατρική | Medizinιατρ