„τρίζω“: αμετάβατο ρήμα τρίζω [ˈtrizo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-ξα> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) knarren knarren τρίζω ξύλο τρίζω ξύλο examples … θα έτριζαν τα κόκαλά του … würde sich im Grab umdrehen … θα έτριζαν τα κόκαλά του „τρίζω“: μεταβατικό ρήμα τρίζω [ˈtrizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-ξα> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) mit den Zähnen knirschen examples τρίζω τα δόντια μου mit den Zähnen knirschen τρίζω τα δόντια μου