τοπικός
[topiˈkos], τοπική, τοπικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- τοπικός
- regionalτοπικόςτοπικός
examples
- τοπικές ρυθμίσειςπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υLändereinstellungenπληθυντικός | Plural pl
- τοπική αναισθησίαθηλυκό | Femininum, weiblich f ιατρική | MedizinιατρLokalanästhesieθηλυκό | Femininum, weiblich f
- τοπική αυτοδιοίκησηθηλυκό | Femininum, weiblich fBezirksregierungθηλυκό | Femininum, weiblich fKommunalverwaltungθηλυκό | Femininum, weiblich f
hide examplesshow examples