„Zäsur“: Femininum, weiblich ZäsurFemininum, weiblich | θηλυκό f <-; -en> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) τομή στίχου, τομή τομήFemininum, weiblich | θηλυκό f στίχου Zäsur Zäsur τομήFemininum, weiblich | θηλυκό f Zäsur in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig Zäsur in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig