τεχνοτροπία
[texnotroˈpia]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Stilαρσενικό | Maskulinum, männlich mτεχνοτροπία ζωγραφικήςτεχνοτροπία ζωγραφικής
examples
- τεχνοτροπία ζωγράφουPinselführungθηλυκό | Femininum, weiblich f