„τελεσίγραφο“: ουδέτερο τελεσίγραφο [teleˈsiɣrafo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Ultimatum Ultimatumουδέτερο | Neutrum, sächlich n τελεσίγραφο τελεσίγραφο examples θέτω ένα τελεσίγραφο σε κάποιον jemandem ein Ultimatum stellen θέτω ένα τελεσίγραφο σε κάποιον