„τάκλιν“: ουδέτερο τάκλιν [ˈtaklin]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Tackling Tacklingουδέτερο | Neutrum, sächlich n τάκλιν αθλητισμός | Sportαθλ τάκλιν αθλητισμός | Sportαθλ examples τάκλιν με ολίσθηση Grätscheθηλυκό | Femininum, weiblich f τάκλιν με ολίσθηση