„Grätsche“: Femininum, weiblich GrätscheFemininum, weiblich | θηλυκό f <-; -en> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) διάσταση, τάκλιν με ολίσθηση διάστασηFemininum, weiblich | θηλυκό f Grätsche Grätsche τάκλινNeutrum, sächlich | ουδέτερο n με ολίσθηση Grätsche Fußball Grätsche Fußball