„Heizstrahler“: Maskulinum, männlich HeizstrahlerMaskulinum, männlich | αρσενικό m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) θερμαντικό σώμα υπέρυθρου θερμαντικό σώμαNeutrum, sächlich | ουδέτερο n υπέρυθρου Heizstrahler Heizstrahler