σύννεφο
[ˈsinefo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Wolkeθηλυκό | Femininum, weiblich fσύννεφοσύννεφο
examples
- σύννεφαπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl ατμούDunstschwadenπληθυντικός | Plural pl
- σύννεφαπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl αχλύοςDunstschwadenπληθυντικός | Plural pl
hide examplesshow examples