„σφυγμός“: αρσενικό σφυγμός [sfiɣˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Puls Puls(schlag)αρσενικό | Maskulinum, männlich m σφυγμός σφυγμός examples μετρώ το σφυγμό den Puls messen μετρώ το σφυγμό