μετρώ
[meˈtro]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-άς; -ησα; -ήθηκα; -ημένος>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
μετρώ
[meˈtro]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-άς; -ησα; -ήθηκα; -ημένος>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- zählen, von Wichtigkeit seinμετρώ έχω σημασίαμετρώ έχω σημασία