συνεπάγομαι
[sineˈpaɣome]αποθετικό ρήμα | Deponens depμεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <αόριστος | Aorist aor>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- resultieren (από aus)συνεπάγομαι απορρέω ως συμπέρασμασυνεπάγομαι απορρέω ως συμπέρασμα
- mit sich bringen, implizierenσυνεπάγομαι έχω ως συνέπειασυνεπάγομαι έχω ως συνέπεια