„συναίσθηση“: θηλυκό συναίσθηση [siˈnesθisi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Bewusstsein Bewusstseinουδέτερο | Neutrum, sächlich n συναίσθηση συναίσθηση examples έχω συναίσθηση sich bewusst sein (+γενική | +Genitiv+gen /+γενική | +Genitiv +gen) (+γενική | +Genitiv+gen /+γενική | +Genitiv +gen) έχω συναίσθηση