„συνάχι“: ουδέτερο συνάχι [siˈnaçi]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Schnupfen Schnupfenαρσενικό | Maskulinum, männlich m συνάχι συνάχι examples αρπάζω συνάχι Schnupfen bekommen αρπάζω συνάχι