„συμπεραίνω“: μεταβατικό ρήμα συμπεραίνω [simbeˈreno]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-ανα> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) folgern, schließen (schluss)folgern, schließen (από aus) συμπεραίνω συμπεραίνω