„συμμορφώνω“: μεταβατικό ρήμα συμμορφώνω [simorˈfono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) jemanden zur Räson bringen jemanden zur Räson bringen συμμορφώνω συμμορφώνω