„συμμαζεύω“: μεταβατικό ρήμα | αμετάβατο ρήμα συμμαζεύω [simaˈzevo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t &αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-εψα; -εύτηκα; -εμένος> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) aufräumen, zur Vernunft bringen, zügeln, zähmen, kürzen enger machen aufräumen συμμαζεύω συγυρίζω συμμαζεύω συγυρίζω zur Vernunft bringen συμμαζεύω συμμορφώνω συμμαζεύω συμμορφώνω zügeln, zähmen συμμαζεύω συγκρατώ, ελέγχω συμμαζεύω συγκρατώ, ελέγχω kürzen, enger machen συμμαζεύω ρούχα συμμαζεύω ρούχα