συλλογή
[siloˈji]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Sammlungθηλυκό | Femininum, weiblich fσυλλογήσυλλογή
- (Mode-)Kollektionθηλυκό | Femininum, weiblich fσυλλογή μόδαςσυλλογή μόδας
examples
- συλλογή αποδεικτικών στοιχείωνSpurensicherungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- συλλογή απορριμμάτωνAbfallbeseitigungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- συλλογή ασκήσεωνAufgabensammlungθηλυκό | Femininum, weiblich f
hide examplesshow examples