στόλος
[ˈstolos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Flotteθηλυκό | Femininum, weiblich fστόλος ναυτικός όρος | Nautik, Schifffahrtναυτστόλος ναυτικός όρος | Nautik, Schifffahrtναυτ
examples
- στόλος αλιείαςFangflotteθηλυκό | Femininum, weiblich f