„Fischfangflotte“: Femininum, weiblich FischfangflotteFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) αλιευτικός στόλος αλιευτικός στόλοςMaskulinum, männlich | αρσενικό m Fischfangflotte Fischfangflotte