στόκος
[ˈstokos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Kittαρσενικό | Maskulinum, männlich mστόκος για τζάμιαSpachtelmasseθηλυκό | Femininum, weiblich fστόκος για τζάμιαστόκος για τζάμια
- Stuckαρσενικό | Maskulinum, männlich mστόκος γυψομάρμαροστόκος γυψομάρμαρο