„Stuck“: Maskulinum, männlich StuckMaskulinum, männlich | αρσενικό m <-(e)s> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) στόκος, γύψινο διακοσμητικό στολίδι στόκοςMaskulinum, männlich | αρσενικό m Stuck Material Stuck Material γύψινο διακοσμητικό στολίδιNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Stuck Fries Stuck Fries