„στριφογυρίζω“: αμετάβατο ρήμα στριφογυρίζω [strifojiˈrizo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-σα> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) sich drehen, herumwirbeln, hin und her gehen, sich wälzen sich drehen, herumwirbeln στριφογυρίζω στριφογυρίζω hin und her gehen στριφογυρίζω πηγαίνω προς τα μπροστά και προς τα πίσω στριφογυρίζω πηγαίνω προς τα μπροστά και προς τα πίσω sich wälzen στριφογυρίζω στο κρεβάτι στριφογυρίζω στο κρεβάτι