„στρατολογώ“: μεταβατικό ρήμα στρατολογώ [stratoloˈɣo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) zum Heer einberufen, rekrutieren zum Heer einberufen, rekrutieren στρατολογώ στρατολογώ