„Heer“: Neutrum, sächlich HeerNeutrum, sächlich | ουδέτερο n <-(e)s; -e> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) στρατός, στράτευμα στρατόςMaskulinum, männlich | αρσενικό m Heer στράτευμαNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Heer Heer