„στραβός“ στραβός [straˈvos], στραβή, στραβόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) schief, krumm, blind schief, krumm στραβός στραβός blind στραβός τυφλός οικείο | umgangssprachlichοικ στραβός τυφλός οικείο | umgangssprachlichοικ examples πάω στραβά schiefgehen πάω στραβά κάνω τα στραβά μάτια ein Auge/beide Augen zudrücken κάνω τα στραβά μάτια